μούστακος

μούστακος
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου.
* * *
μούστακος, ὁ (Μ)
μουστάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκιν + μεγεθ. κατάλ. -ος*, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. βούβαλος, μύτος, κόμματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλανομούστακος — κλανομούστακος, ον (Μ) σκωπτικό επίθ. για τη γενειάδα («κλανομούστακον γενειάδα», Σπανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μούστακος (< μουστάκι), πρβλ. αγριο μούστακος, ξανθο μούστακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”